- ἵππαιχμος
- ἵππ-αιχμος, ον,A fighting on horseback, equestrian, Pi.N.1.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίππαιχμος — ἵππαιχμος, ον (Α) αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέτ αιχμος, σύν αιχμος] … Dictionary of Greek
ἵππαιχμον — ἵππαιχμος fighting on horseback masc/fem acc sg ἵππαιχμος fighting on horseback neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππαιχμία — ἱππαιχμία, ἡ (Α) [ίππαιχμος] μάχη ιππικού, ιππομαχία … Dictionary of Greek